Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κουρελιασμένην, τὴν


Ερμηνεία:

 [κουρελιασμένος, -η, -ον] [μετοχή παρακειμένου μέσης. φωνής του κουρελάζομαι]βλ. λερός, -ή, -όν] 



Ετυμολογία:

[κουρέλιον < κουρέλι < (L) corellum < corium (δέρμα ζώου)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: